- δεδρακέναι
- δεδρᾱκέναι , δράωdoperf inf act (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρνούμαι — καταρνοῡμαι, έομαι (Α) αρνούμαι σταθερά, επιμένω στην άρνηση μου («φὴς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι τάδε;» Σοφ.) … Dictionary of Greek
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek